Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η Ευρώπη χωρίς επιστροφή,των Χρηστου Λασκου και Ευκλειδη Τσακαλωτου

krisi.jpg

 Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεγαλύτερης καπιταλιστικής κρίσης από το 1930, είναι προφανές πως η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως και να πνέει τα λοίσθια. Η αδυναμία των κυρίαρχων κύκλων να κάνουν οτιδήποτε περισσότερο από ανθρωποθυσίες σε βάρος της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων γενικότερα, είναι πολύ πιθανό πως προοιωνίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό μια διαλυτική έκβαση με τεράστιες συνέπειες για τη σύνολη μοίρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Ας θυμηθούμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Εν αρχή ήταν η προσπάθεια για το περίφημο Ευρωσύνταγμα. Και μετά τα διάφορα φιάσκο της συνταγματικής συνθήκης, στις αρχές του 2009 ήρθε σε εφαρμογή η Συνθήκη της Λισαβόνας. Οι ελίτ της Ευρώπης
δεν αναζήτησαν νέους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις της εποχής. Αντιθέτως, η βαθύτατη επιθυμία τους ήταν να συνεχίσουν όπως τα προηγούμενα χρόνια. Πράγμα που σημαίνει να μην αλλάξει η ρότα, να μη διαταραχτεί το τόσο αποτελεσματικό για τα καπιταλιστικά συμφέροντα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Ακόμη περισσότερο, να ενισχυθούν τα βασικά του στοιχεία, που αρθρώνονται κυρίως γύρω από την όλο και εντονότερη --σε ακραίο και πρωτοφανή βαθμό-- εκμετάλλευση της εργασίας. Και από τότε ζούμε τις συνέπειες αυτής της επιλογής, με όλο και πιο δραματικό τρόπο.
Η δημοκρατία, ένας δημόσιος χώρος διαβούλευσης, ποτέ δεν αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της δυναμικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η κινητήρια δύναμη προβλέφθηκε πως θα ήταν η οικονομία και οι αγορές. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξασφαλιζόταν από τη φιλελευθεροποίηση των αγορών, την επιχειρηματικότητα και την περιθωριοποίηση όλων εκείνων των συλλογικοτήτων που σκόπευαν στην αναδιανομή και την προστασία των κοινωνικών ομάδων που πλήττονταν από τις επιπτώσεις του ανταγωνισμού. Η αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η έστω και περιορισμένη διάχυση των καλών του καπιταλισμού σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα θα αποτελούσαν επαρκή νομιμοποίηση για την όλη κατεύθυνση.
Μόνο που η έλλειψη νομιμοποίησης είχε διαφανεί πολύ πριν από το 2008. Τρία χρόνια μετά, βεβαίως τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Μια οικονομική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, που βασίστηκε στην υπόθεση ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και οι μεγάλες υφέσεις ανήκουν στην προϊστορία του καπιταλισμού, αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής στις σημερινές συνθήκες, καταστροφική για το ίδιο το εγχείρημα. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 γρήγορα μετατράπηκε σε μια κρατική κρίση χρέους, καθώς η κύρια μέριμνα ήταν η σωτηρία των τραπεζών. Τώρα αυτή η δημοσιονομική κρίση τροφοδοτεί ένα νέο επεισόδιο χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς τα αναμενόμενα «κουρέματα» χρεών --και όχι μόνο της Ελλάδας-- θα έχουν άμεσες συνέπειες για τη βιωσιμότητα των τραπεζών. Και για να σωθούν, για άλλη μια φορά, οι τράπεζες θα πρέπει να ξοδευτούν μεγάλα ποσά από τους φορολογούμενους, εντείνοντας εκ νέου τη δημοσιονομική κρίση. Με λίγα λόγια, σε λίγο θα κλείσει ο πρώτος κύκλος, και χωρίς αλλαγή πλαισίου θα αρχίσει ένας πανομοιότυπος. Τα μόνα εργαλεία που χρησιμοποιούνται --προγράμματα λιτότητας και περαιτέρω χρηματοδότησης-- έχουν αποτύχει πλήρως. Η κρίση όχι μόνο δεν ελέγχεται, αλλά τείνει να αποκτήσει πραγματικά τερατώδεις διαστάσεις, ενώ οι κυρίαρχοι αδυνατούν να σώσουν το ευρωσύστημα στο μέτρο που δεν διανοούνται να το αλλάξουν.
Το βιβλίο μας προσπαθεί να προσφέρει κάποια εφόδια για να κατανοήσουμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Η προσέγγισή μας επιδιώκει να αποφύγει τον οικονομισμό. Πιστεύουμε ότι η όποια ανάλυση χρειάζεται, πέρα από το οικονομικό, να εξετάσει συστατικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και γενικότερα του καπιταλισμού της εποχής μας, όπως η συρρίκνωση της ίδιας της αστικής δημοκρατίας, ο περιορισμός μέχρι εκμηδενισμού των συλλογικών εγχειρημάτων, η ραγδαία άνοδος των ανισοτήτων και των διακρίσεων. Αυτά τα στοιχεία δεν εντοπίζονται μόνο στην Ευρώπη, αλλά συγκρότησαν μια παγκόσμια συνθήκη, στο πλαίσιο της οποίας η έλλειψη πειραματισμού αναφορικά με το οικονομικό μοντέλο και τη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης θεωρούνταν πλεονέκτημα. Αυτή η έλλειψη οικονομικής και κοινωνικής ποικιλότητας, ωστόσο, περιορίζει τη δυνατότητα εύρεσης εναλλακτικών λύσεων, τη στιγμή που το σύστημα αυτό είναι που χρειάζεται πιο πολύ από ποτέ.

Γι’ αυτό και η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στον μεταπολεμικό καπιταλισμό της «χρυσής εποχής», κλείνοντας τη νεοφιλελεύθερη παρένθεση, μοιάζει και είναι ανιστόρητη. Κυρίως, γιατί παραβλέπει τις τεράστιες αλλαγές που έχει επιφέρει αυτή η «παρένθεση» σε όλα τα επίπεδα. Ας προσέξουμε, ωστόσο, στο σημείο αυτό: ο ζόφος των ημερών και ο αρνητικός προσώρας συσχετισμός για τις δυνάμεις της εργασίας ας μη μας στερήσει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε πόσο το ίδιο το σύστημα βιώνει ένα αδιέξοδο, που ίσως αποδειχτεί καθοριστικό για την εκκίνηση μιας διαδικασίας απονομιμοποίησης, τέτοιας που να επικαιροποιήσει ισχυρά το ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η έρευνα επιβεβαίωσε μια σειρά από «διαισθήσεις» μας. Πρώτον, πως η διεθνιστική οπτική είναι η περισσότερο αποδοτική. Η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε (οι διαστάσεις και αλληλοδιαπλοκές της κρίσης, η απόλυτη σχεδόν ελευθερία του κεφαλαίου να διαμορφώνει το δικό του χωροχρόνο σε πλανητικό επίπεδο, το διατροφικό και ενεργειακό αδιέξοδο, ο οικολογικός εφιάλτης) μας αναγκάζουν να σκεφτόμαστε παγκόσμια και να επιδιώκουμε, ως όρο για στοιχειώδη αποτελεσματικότητα των προσπαθειών μας, τη διεθνή δράση των εργαζομένων. Δεύτερον, χρειάζεται να τεθεί το ζήτημα της ταξικής πολιτικής, άρα και το θέμα των κοινωνικών συμμαχιών, σε νέες βάσεις. Οι τάξεις --και η ταξική συνείδηση-- διαμορφώνονται μέσα στις συγκρούσεις και τους αγώνες. Τρίτον, όλες οι γενιές αριστερών στην Ιστορία καλούνται, στην ώρα τους, να σκεφτούν για τη σχέση μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου της πολιτικής τους. Είναι ανερμάτιστη μια στάση που αγνοεί την άμεση ανάγκη η Αριστερά να δώσει λύσεις στην κρίση του κομματικού φαινόμενου, στην κρίση των μορφών της ίδιας της πολιτικής, ή που αρνείται να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από τα κινήματα που κυριάρχησαν στο χώρο της συλλογικής δράσης, κυρίως μετά από το 2000. Τέταρτον, υπάρχει ανάγκη όλα τα προηγούμενα να συνδεθούν με θετικούς ενδιάμεσους στόχους και παρεμβάσεις ήδη από σήμερα. Για τη ριζική αναδιανομή του εισοδήματος, για μια νέα διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, για μια οικολογική και αλληλέγγυα οικονομία, για νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα.
Η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά, από την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα, εκείνες τις ταραχώδεις μέρες πριν από την επιβολή του Μνημονίου, διαπίστωνε πως η προαναγγελλόμενη τότε πολιτική δεν αφορούσε την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, αλλά την εξόντωση της εργατικής τάξης, με την επιβολή μέτρων που η ελληνική αστική τάξη επεδίωκε από δεκαετίες. Επιπλέον, πως η χρεοκοπία θα έρχονταν ακριβώς λόγω της εφαρμογής των μέτρων, που οδηγούσαν σε μια θανάσιμη υφεσιακή περιδίνηση την ελληνική οικονομία. Ακόμη, πως η κυβέρνηση συνειδητά ενέπλεξε τον ελληνικό λαό σε μια εξοντωτική περιπέτεια προσφέροντας ένα ιδανικό πειραματόζωο, που άνοιγε δρόμο για την επιβολή παντού στην Ευρώπη των πιο άγριων ταξικών πολιτικών ενός ολόκληρου αιώνα. Τέλος, πως η ελληνοποίηση των προβλημάτων, τη στιγμή που προφανώς βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποδειχτεί ιστορικής σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας, τα έκανε απολύτως μη επιλύσιμα.
Είναι φανερό πως οι διαπιστώσεις εκείνες δικαιώθηκαν περισσότερο κι από ό,τι οι ίδιοι πιστεύαμε. Κι αυτό είναι δείκτης πως το ίδιο ισχύει και για τις λύσεις που προτείνονται. Ας φροντίσουμε να επιβληθούν.
Σύντομο άρθρο που συνοψίζει την προβληματική του νέου τους βιβλίου: Η Ευρώπη χωρίς επιστροφή, εκδόσεις ΚΨΜ
alterthess.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: