Όταν πηγαίνω στον ΟΑΕΔ, πάντα περνάω να πω ένα “γεια” στον κύριο Σωτήρη του πρώτου ορόφου. Κι αυτός πάντα μου λέει “κάτσε”.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και το πρωί της Παρασκευής. Μόνο που ο κύριος Σωτήρης καθόταν σε ένα άλλο γραφείο κι ο όροφος ήταν γεμάτος από ανθρώπους.
Οι πιο πολλοί όρθιοι και κάποιοι καθιστοί στις πράσινες υφασμάτινες καρέκλες, εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών ενός ΠΑΣΟΚ κραταιού και γενναιόδωρου, που “έφτιαξε” –για το γαμώτο ρε παιδί μου- εργολάβους και προμηθευτές.
Δεν είχανε μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα ετούτοι οι άνθρωποι. Άντρες με τα ρούχα της δουλειάς, φόρμες γκρι ή μπλε με γράσο, πιτσιλισμένα λάδια μηχανής και ενίοτε μεγάλα μπαλώματα από πλαστικό χρώμα, γυναίκες με φακέλους –ασορτί με τις καρέκλες- και άλλες με τσάντες της λαϊκής, εικοσιπεντάχρονοι με τα ακουστικά στα αυτιά για να το σκάνε από τον χωροχρόνο.
Είχανε ανακοινωθεί κάποια επιδοτούμενα προγράμματα και ήρθανε να ρωτήσουνε.
Μπροστά από το γραφείο του κυρίου Σωτήρη μια αδειανή καρέκλα και μια ανθρώπινη (αυτοσχέδια) τεθλασμένη γραμμή. Έκατσα στην καρέκλα με σκυμμένο το κεφάλι. Με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα τη μηχανική –και ως ένα βαθμό αυτοματοποιημένη- συναλλαγή.
Οι άνθρωποι έδιναν στον κύριο Σωτήρη δύο χαρτιά, εκείνος τα σφράγιζε και τα υπέγραφε, έβαζε το ένα σε μια πλαστική αρχειοθήκη και το άλλο τους το επέστρεφε.
Οι πιο πολλοί ευγενικοί. “Ευχαριστώ πολύ… Καλό Σαββατοκύριακο…” “Καλό Σαββατοκύριακο” και ο κύριος Σωτήρης.
Έμεινα κάπου δέκα λεπτά στην ίδια θέση. Κουράστηκα να διαβάζω συνεχώς τη φράση “Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης”, που ενίοτε διακοπτόταν από το πλέον αναμενόμενο χαρτί της “Απόλυσης”.
“Είναι λογικό αυτό” ρώτησα σε μία στιγμιαία ανάπαυλα τον κύριο Σωτήρη.
“Ναι… Πρόκειται για εκ περιτροπής εργασία.
Σήμερα εσύ, αύριο ο άλλος, μετά από δέκα μέρες ίσως πάλι εσύ… Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Όταν σου λένε “Πάει, τέλειωσε… Δεν έχει άλλο…” δεν έχεις ούτε τα ένσημα να μπεις στο Ταμείο.
Στην επόμενη ανάπαυλα, τον ρώτησα “Πώς τα βλέπεις τα πράγματα” κι ο κύριος Σωτήρης μού απάντησε ξερά, “Χάλια”. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στάθηκε πάνω από το γραφείο του κυρίου Σωτήρη η κυρία Δ.
Το αρχικό του ονόματός της το έμαθα μερικά λεπτά αργότερα. Επειδή δεν άφησε κάποιο χαρτί, παραξενεύτηκα και σήκωσα το κεφάλι να την κοιτάξω.
Ήταν δισταχτική. Έβγαινε και δεν έβγαινε η φωνή της από το στόμα. “Με απέλυσαν πριν από ένα μήνα… Μου είπαν ότι, επειδή είμαι σ’ αυτή την ηλικία, ο εργοδότης μου μπορεί να μου κολλάει τα ένσημα μέχρι τη σύνταξη…”
“Πόσα ένσημα έχεις, ξέρεις” ρώτησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο κύριος Σωτήρης. “Δύο χιλιάδες” απάντησε η κυρία Δ. “Δε φτάνουν…” είπε ο κύριος Σωτήρης. “Πρέπει να έχεις τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες. Και πρέπει να συμφωνήσει και ο εργοδότης ότι θα συνεχίζει να σου κολλάει ένσημα… Εσύ έχεις τα μισά από τα προβλεπόμενα, και ακόμα και αν τα είχες όλα, δεν ξέρεις αν ο πρώην εργοδότης σου συμφωνεί”.
Η κυρία Δ. τον κοίταζε με απόγνωση χωρίς να λέει τίποτα. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής και ύστερα τον ρώτησε: “Τι θα απογίνω; Ποιος θα με πάρει εμένα στην ηλικία μου;”
“Πού δουλεύατε;” ρώτησα την κυρία Δ.
“Στη ναυτιλιακή εταιρεία τάδε…”
“Δουλεύατε πολλά χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά;”
“Εφτά…”
“Τι ακριβώς κάνατε;”
“Ήμουνα καθαρίστρια…”
“Γιατί σας απέλυσαν;”
“Γιατί δεν έσφιξα καλά τη βρύση του νιπτήρα και έσταζε όλη τη νύχτα… Τη βρήκανε το πρωί που έσταζε…”
“Αυτός ήτανε ο λόγος;”
“Ναι… Έτσι μου είπανε.”
“Εσείς, τι τους είπατε;”
“Τους είπα ότι μπορεί να συμβεί στον καθένανε… Αλήθεια, σας λέω… Μπορεί να συμβεί και σ’ εσάς…”
“Άκουσαν αυτά που τους είπατε;”
“Πήγα και έπιασα τον προϊστάμενο… Μη με πετάς στο δρόμο, του είπα. Έχω τρία παιδιά, τα δυο αγόρια μου είναι άνεργα. Ο άντρας μου έχει χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και δεν μπορεί να δουλέψει. Δίνω τόσα λεφτά σε φάρμακα…”
“Πώς δικαιολογήθηκε;”
“Δεν αποφασίζω εγώ… Οι «από πάνω»…”
“Ποιοι είναι οι «από πάνω»;”
“Δεν ξέρω…”
“Πόσο χρονών είστε;”
“Εξήντα…”
“Πώς σας λένε;”
“Κυρία Δ.”
“Φοβάστε;”
“Ναι… τα πρώην αφεντικά μου…”
“Γιατί;”
“Δεν ξέρω… Τα φοβάμαι… Φοβάμαι, πως αν μάθουν πως ήρθα στον ΟΑΕΔ και ρώτησα, δε θα μου βάλουν τα ένσημα που χρειάζομαι…”
Ο κύριος Σωτήρης επανέλαβε στην κυρία Δ. ότι δε δικαιούται τα ένσημα. Η κυρία Δ. όμως αρνιόταν να το αποδεχτεί.
“Μα δεν καταλαβαίνετε; Βρίσκομαι σε απόγνωση…”, έλεγε και ξανάλεγε.
Τα δάκρυά της, εκείνη την Παρασκευή, ενώθηκαν με τις σταγόνες της βρύσης που ξέχασε ανοιχτή, εκείνη τη νύχτα. Δεν ξέρω, τι είναι πιο ακριβό: Τα δάκρυα ή οι σταγόνες
artfixmag
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου