Το γελαστό παιδί που πέθανε ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας το '81
Τριάντα χρόνια πριν, στις 5 Μαΐου 1981, ο Μπόμπι Σαντς πεθαίνει σε ηλικία 27 ετών,
στις φυλακές Λονγκ Κες, κοντά στο Μπέλφαστ, έπειτα από 66 μέρες απεργίας πείνας.
Πολιτικός κρατούμενος και αιχμάλωτος πολέμου, εκλεγμένος βουλευτής και μαχητής του αντάρτικου στρατού του IRA, ο Σαντς ξεκίνησε την απεργία πείνας την 1η Μαρτίου, και σύντομα τον ακολούθησαν σ' αυτήν κι άλλοι συγκρατούμενοί του αντάρτες, που συνέχισαν και μετά τον θάνατό του, μέχρι τον Οκτώβριο του 1981.
Αλλοι εννέα πέθαναν όπως κι εκείνος. Η απεργία τους καταγράφηκε στην ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων και των αυτονομιστικών αντάρτικων ως η διαμαρτυρία των Πέντε Αιτημάτων, επειδή πέντε ήταν τα αιτήματα των απεργών του Λονγκ Κες: το δικαίωμα να μην φορούν στολές φυλακισμένων, το δικαίωμα να αρνούνται την καταναγκαστική εργασία στη φυλακή, το δικαίωμα να συναναστρέφονται ελεύθερα με άλλους κρατούμενους και να οργανώνουν δικές τους ψυχαγωγικές δραστηριότητες, το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα, ένα πακέτο κάθε εβδομάδα, και τέλος να επανακτήσουν το δικαίωμα μείωσης ποινής, μετά τη λήξη της απεργίας.
«Δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένα παιδί της εργατικής τάξης, όμως η καταπίεση είναι που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» έγραφε για τον εαυτό του ο Μπόμπι Σάντς και δήλωνε πως «δεν θα λυγίσω αν δεν πετύχω την απελευθέρωση της Ιρλανδίας και τη μετατροπή της σε κυρίαρχη, ανεξάρτητη και σοσιαλιστική δημοκρατία».
Στις 6 Μαΐου, μία μέρα μετά το θάνατό του, η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός τότε της Βρετανίας, σχολίαζε: «Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια εξάλειψης της τρομοκρατίας. Ο κ. Σαντς ήταν απλά ένας κατάδικος. Που επέλεξε να πεθάνει».
Αλλοι εννέα πέθαναν όπως κι εκείνος. Η απεργία τους καταγράφηκε στην ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων και των αυτονομιστικών αντάρτικων ως η διαμαρτυρία των Πέντε Αιτημάτων, επειδή πέντε ήταν τα αιτήματα των απεργών του Λονγκ Κες: το δικαίωμα να μην φορούν στολές φυλακισμένων, το δικαίωμα να αρνούνται την καταναγκαστική εργασία στη φυλακή, το δικαίωμα να συναναστρέφονται ελεύθερα με άλλους κρατούμενους και να οργανώνουν δικές τους ψυχαγωγικές δραστηριότητες, το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα, ένα πακέτο κάθε εβδομάδα, και τέλος να επανακτήσουν το δικαίωμα μείωσης ποινής, μετά τη λήξη της απεργίας.
«Δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένα παιδί της εργατικής τάξης, όμως η καταπίεση είναι που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» έγραφε για τον εαυτό του ο Μπόμπι Σάντς και δήλωνε πως «δεν θα λυγίσω αν δεν πετύχω την απελευθέρωση της Ιρλανδίας και τη μετατροπή της σε κυρίαρχη, ανεξάρτητη και σοσιαλιστική δημοκρατία».
Στις 6 Μαΐου, μία μέρα μετά το θάνατό του, η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός τότε της Βρετανίας, σχολίαζε: «Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια εξάλειψης της τρομοκρατίας. Ο κ. Σαντς ήταν απλά ένας κατάδικος. Που επέλεξε να πεθάνει».
Ο Σαντς περιέγραψε τις «ατελείωτες μοναχικές μέρες» της απομόνωσης: «Η ξαφνική και πλήρης κατάργηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το βάδισμα και ο καθαρός αέρας, η επιλογή των ρούχων που θα φορώ και των ανθρώπων που θα συναναστρέφομαι, των εφημερίδων και των βιβλίων που θα διαβάζω, ακόμη και των τσιγάρων μου, κάνουν τη ζωή ανυπόφορη».
Ο Σαντς, όπως και οι συγκρατούμενοί του αντάρτες, δεν θεωρούνταν από τους Βρετανούς πολιτικοί κρατούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά κάτι σαν το σημερινό απαξιωτικό, πολιτικά κενό και ψευδεπίγραφο «παράνομοι μαχητές» που εμπνεύστηκαν οι Αμερικανοί στήνοντας το Γκουαντάναμο.
1 σχόλιο:
Σκατά στον τάφο του αρχικαθάρματος Θάτσερ!!!
Δημοσίευση σχολίου