Δείτε αν έχει δίκιο.
Τορίνο, ανάμεσα σε φτωχούς που εκδιώχθηκαν
από τα σπίτια τους.«Έτσι μας τσάκισε η κρίση. Τώρα ζούμε στην ενορία».
Μια ζωή εργαζόμενοι, μετά στα 59, η
ανεργία και οι μηδενικές προοπτικές.
«Να
βρούμε μια δουλειά ; Είναι αδύνατον».
Περνούν την ώρα
τους περιδιαβαίνοντας την πόλη ή το εμπορικό κέντρο. «Τουλάχιστον ανάμεσα στις
βιτρίνες κάνει ζέστη».
Τορίνο 20/1/2013. Ρεπορτάζ του Niccolò Zancan
Έξω η ζωή
συνεχίζεται. Οι αρραβωνιασμένοι φιλιούνται, πολύχρωμες σακούλες, οι τουρίστες φωτογραφίζουν
το σιντριβάνι της πλατείας Cin,
είναι η ώρα του απεριτίφ, το κάθε κλικ του φλάς είναι μια μικρή φωτοβολίδα που σκάει απέναντι σε αυτό το μισοσκότεινο παράθυρο.
Πίσω από το παράθυρο, σε ένα από τα παλιά δωμάτια του μοναστηριού της εκκλησίας στην πλατεία San Carlo – τώρα που δεν υπάρχουν καλόγεροι- δύο άντρες συλλογίζονται το προσωπικό τους υπαρξιακό ναυάγιο. Απολυμένοι, χωρίς σπίτι, μόνοι, κατέληξαν στο δρόμο. Το πολέμησαν, έγιναν φτωχοί. Αρρώστησαν.
Για να βρεθούν εδώ, ακόμα ζωντανοί. Να περάσουν τις νύχτες προστατευμένοι, σωσμένοι από τον εφημέριο της Εκκλησίας.
Πίσω από το παράθυρο, σε ένα από τα παλιά δωμάτια του μοναστηριού της εκκλησίας στην πλατεία San Carlo – τώρα που δεν υπάρχουν καλόγεροι- δύο άντρες συλλογίζονται το προσωπικό τους υπαρξιακό ναυάγιο. Απολυμένοι, χωρίς σπίτι, μόνοι, κατέληξαν στο δρόμο. Το πολέμησαν, έγιναν φτωχοί. Αρρώστησαν.
Για να βρεθούν εδώ, ακόμα ζωντανοί. Να περάσουν τις νύχτες προστατευμένοι, σωσμένοι από τον εφημέριο της Εκκλησίας.
Ο Michelle Montuori, αισθάνεται ένοχος φοράει μαύρο παντελόνι
για να είναι πιο κομψός, κάθεται στο κρεβάτι και μιλάει σιγανά, σαν να είναι
τυλιγμένος σε ένα ειδικό σύννεφο μελαγχολίας. «Τα τελευταία χρόνια ήμουν σύμβουλος σε εταιρεία στον κλάδο της
τηλεφωνίας. Ας πούμε την αλήθεια, ένα επάγγελμα που φτιάχτηκε από το πουθενά.
Αλλά κέρδιζα καλά λεφτά, σε κάποιες στιγμές πολύ καλά. Έπρεπε να αποταμιεύω, να
είμαι συνετός. Πέταξα ένα κάρο λεφτά.
Ο Pietro Biancο, αντιθέτως, κρατώντας τα χέρια ενωμένα στο μπαστούνι του και κοιτώντας σε, κάτω από το καπελάκι των New York Yankees, με δύο μεγάλα μάτια γεμάτα απογοήτευση. Δούλευε ανέκαθεν και έχω μόνο εργαστεί, θερμουδραυλικός και μηχανικός συναρμολόγησης, με προσόντα πέμπτου επιπέδου. Πρώτα σε μια επιχείρηση μετά με μπλοκάκι μέχρι το 2010. «Χτύπησα όλες τις πόρτες στην πόλη. Μου λένε ότι στα 59 μου είμαι γέρος. Το ξέρω καλά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ακόμα πεθάνει».
Ο Pietro Biancο, αντιθέτως, κρατώντας τα χέρια ενωμένα στο μπαστούνι του και κοιτώντας σε, κάτω από το καπελάκι των New York Yankees, με δύο μεγάλα μάτια γεμάτα απογοήτευση. Δούλευε ανέκαθεν και έχω μόνο εργαστεί, θερμουδραυλικός και μηχανικός συναρμολόγησης, με προσόντα πέμπτου επιπέδου. Πρώτα σε μια επιχείρηση μετά με μπλοκάκι μέχρι το 2010. «Χτύπησα όλες τις πόρτες στην πόλη. Μου λένε ότι στα 59 μου είμαι γέρος. Το ξέρω καλά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ακόμα πεθάνει».
Δύο φτωχοί στην πλατεία San Carlo, απέναντι από το εμπορικό κέντρο στο κέντρο του Τορίνο. Δύο φτωχοί ανάμεσα στους 40 χιλιάδες που σύμφωνα με την Διατροφική Τράπεζα δεν καταφέρνουν να φάνε πια στο Τορίνο.
Όταν έγινε αντιληπτό ότι τα δημοτικά ταμεία δεν θα εγγυούνταν την υποστήριξη για όλους και, όσο η κρίση φούσκωνε και ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόλη, ο αρχιεπίσκοπος Cesare Nosiglia έκανε έκκληση στους εφημέριους. «Ανοίξτε τις εκκλησίες στους άστεγους και τους φτωχούς. Βρείτε τους μια γωνίτσα.»
Ήταν η 7η Οκτωβρίου 2012
Απάντησαν 5 από τους 144. Ο πατέρας Μάριο Ατζάριο είναι ένας από αυτούς. Μετά την θητεία του στην Βραζιλία και εδώ και 6 χρόνια επικεφαλής μιας από τις ωραιότερες εκκλησίες του Τορίνο. «Να ανοίξω τις πόρτες μου φαινόταν το ελάχιστο- λέει, αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αυτός δεν είναι ο τρόπος για να λύσουμε τα προβλήματα. Θα χρειαστούμε προφήτες. Ανθρώπους της εκκλησίας που θα καταγγείλουν αυτά που συμβαίνουν. Η εξαπλωνόμενη φτώχεια, η απουσία πολιτικής, η σπατάλη και η αδιαφορία αυτών που κυβερνούν».
Ο εφημέριος Μάριο ζεσταίνει το δείπνο για όλους. Σήμερα έχει σούπα με ρεβίθια και μακαρονάκι μαζί με κρεμμύδια στο φούρνο. Με τον Pietro και τον Michele κοιτιούνται από μακριά, στο μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι , χωρίς να ξέρουν καλά τι να συζητήσουν. Λένε το Πάτερ Ημών. Τρώνε σιωπηλοί. Μετά καληνυχτίζονται, το φως σβήνει στις 9:00μμ. Στριφογυρίζουν στο κρεβάτι.
Ο Pietro Bianco και
ο Michele Montuori πρέπει να βγουν στις οκτώ το πρωί, έτσι ορίζει το παράξενο
κοινόβιο. «Ο εφημέριος μας δίνει 2,50 ευρώ στον καθένα για το πρωινό. Μπαίνουμε
στο μπαρ, αυτό απέναντι από την δευτερεύουσα
είσοδο. Τρώμε μπριός και έναν
καπουτσίνο. Μετά αποχαιρετιζόμαστε.
Ο καθένας παίρνει την δικιά του διαδρομή . Ο Pietro Bianco περνάει τις μέρες του στην Gallery 8 ,ένα από τα πιο μεγάλα εμπορικά κέντρα της πόλης. «Έρχομαι εδώ γιατί έχει ζέστη. Το μετρό είναι βολικό. Υπάρχουν παγκάκια. Και γιατί ακόμη, κατά την διάρκεια της μέρας, έρχονται και άλλοι ναυαγοί σαν και εμένα.
Γνωριζόμαστε με τα μικρά μας ονόματα και έρχονται και νέα παιδιά. Και έτσι περνάμε την ώρα μας».
Γεννημένος στο Asti, με πατέρα εργάτη της FIAT . «Πέθανε πριν φτάσει να πάρει την σύνταξη-λέει-ο δυστυχής. Η μητέρα μου ήταν θυρωρός και πήρε σύνταξη 700 ευρώ»
Ο Pietro Bianco νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα στην συνοικία Μιραφιόρι. Διηγείται την ευτυχισμένη τότε ζωή του, όταν «γύριζε» την Ιταλία, σαν να μιλάει για κάποιον άλλο. «Κάναμε δουλειά στον τόρνο και την φρέζα, βιομηχανικό σχέδιο. Μετακομίσαμε στην Βενετία, στην Τεργέστη και την Φλωρεντία, εκείνα τα χρόνια γεννήθηκε η κόρη μου Λάρα, το καλύτερο πράγμα που μου έχει ποτέ συμβεί. Είναι νοσοκόμα, ευτυχώς, εκείνη έχει έναν μισθό». Εκείνος αντιθέτως έκανε την τελευταία του δήλωση εισοδήματος το 2010, 16000 ευρώ μεικτά.
«Οι τράπεζες μου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα.
Όταν μου έκαναν έξωση, περνούσα τις νύχτες μου στο Πρώτων Βοηθειών στο νοσοκομείο Μαουριτσιάνο. Κοιμόμουν εκεί και κανείς δεν έλεγε τίποτα. Αλλά με όλη αυτήν την οργή που έχω μέσα μου στο τέλος αρρώστησα στα σοβαρά. Ήταν Ιούλιος, τη νύχτα που έπαιζαν Ιταλία- Αγγλία. Παρακολουθούσα το ματς σε ένα κοινοτικό ξενώνα. Όταν σηκώθηκα να πάω στο κρεβάτι, τα πόδια μου λύγισαν, χτύπημα.
Με την ασθένεια κέρδισε ένα επίδομα 181 ευρώ το μήνα που έπρεπε να βεβαιώνετε κάθε έξη μήνες. Αλλά ακόμη και με την επιβεβαίωση θα είναι δύσκολο να φτάσει 67 χρονών, όταν θα έχει δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Ο καθένας παίρνει την δικιά του διαδρομή . Ο Pietro Bianco περνάει τις μέρες του στην Gallery 8 ,ένα από τα πιο μεγάλα εμπορικά κέντρα της πόλης. «Έρχομαι εδώ γιατί έχει ζέστη. Το μετρό είναι βολικό. Υπάρχουν παγκάκια. Και γιατί ακόμη, κατά την διάρκεια της μέρας, έρχονται και άλλοι ναυαγοί σαν και εμένα.
Γνωριζόμαστε με τα μικρά μας ονόματα και έρχονται και νέα παιδιά. Και έτσι περνάμε την ώρα μας».
Γεννημένος στο Asti, με πατέρα εργάτη της FIAT . «Πέθανε πριν φτάσει να πάρει την σύνταξη-λέει-ο δυστυχής. Η μητέρα μου ήταν θυρωρός και πήρε σύνταξη 700 ευρώ»
Ο Pietro Bianco νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα στην συνοικία Μιραφιόρι. Διηγείται την ευτυχισμένη τότε ζωή του, όταν «γύριζε» την Ιταλία, σαν να μιλάει για κάποιον άλλο. «Κάναμε δουλειά στον τόρνο και την φρέζα, βιομηχανικό σχέδιο. Μετακομίσαμε στην Βενετία, στην Τεργέστη και την Φλωρεντία, εκείνα τα χρόνια γεννήθηκε η κόρη μου Λάρα, το καλύτερο πράγμα που μου έχει ποτέ συμβεί. Είναι νοσοκόμα, ευτυχώς, εκείνη έχει έναν μισθό». Εκείνος αντιθέτως έκανε την τελευταία του δήλωση εισοδήματος το 2010, 16000 ευρώ μεικτά.
«Οι τράπεζες μου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα.
Όταν μου έκαναν έξωση, περνούσα τις νύχτες μου στο Πρώτων Βοηθειών στο νοσοκομείο Μαουριτσιάνο. Κοιμόμουν εκεί και κανείς δεν έλεγε τίποτα. Αλλά με όλη αυτήν την οργή που έχω μέσα μου στο τέλος αρρώστησα στα σοβαρά. Ήταν Ιούλιος, τη νύχτα που έπαιζαν Ιταλία- Αγγλία. Παρακολουθούσα το ματς σε ένα κοινοτικό ξενώνα. Όταν σηκώθηκα να πάω στο κρεβάτι, τα πόδια μου λύγισαν, χτύπημα.
Με την ασθένεια κέρδισε ένα επίδομα 181 ευρώ το μήνα που έπρεπε να βεβαιώνετε κάθε έξη μήνες. Αλλά ακόμη και με την επιβεβαίωση θα είναι δύσκολο να φτάσει 67 χρονών, όταν θα έχει δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Ο χρόνος περνά
αργά στο εμπορικό κέντρο.
Στην μέση του πρωινού τα μαγαζιά είναι άδεια . Ο Michele Montuori, εν τω μεταξύ, περιδιαβαίνει στην πόλη χωρίς να ξέρει που να πάει. Εκείνος προέρχεται από ευκατάστατη οικογένεια από το Τόρρε Ανουντσιάτα, ο πατέρας του δούλευε στο λιμάνι.
Από παΐδι έκανε τον ντι τζέι στο ράδιο Τόρρε Τσέντρο. « Έβαζα τους πρώτους δίσκους του Pino Daniele και του Fausto Papetti. Είμαι και εγώ μετανάστης για να βρω δουλειά» Υπεύθυνος για την διανομή αλληλογραφίας στην ΙΒΜ, μετά υπεύθυνος αρχειοθέτησης της GFT, μετά προσλήφθηκα σε μια εταιρεία συμβούλων. Είναι τα δικά του χρυσά χρόνια, που τελείωσαν άσκημα.
Στην μέση του πρωινού τα μαγαζιά είναι άδεια . Ο Michele Montuori, εν τω μεταξύ, περιδιαβαίνει στην πόλη χωρίς να ξέρει που να πάει. Εκείνος προέρχεται από ευκατάστατη οικογένεια από το Τόρρε Ανουντσιάτα, ο πατέρας του δούλευε στο λιμάνι.
Από παΐδι έκανε τον ντι τζέι στο ράδιο Τόρρε Τσέντρο. « Έβαζα τους πρώτους δίσκους του Pino Daniele και του Fausto Papetti. Είμαι και εγώ μετανάστης για να βρω δουλειά» Υπεύθυνος για την διανομή αλληλογραφίας στην ΙΒΜ, μετά υπεύθυνος αρχειοθέτησης της GFT, μετά προσλήφθηκα σε μια εταιρεία συμβούλων. Είναι τα δικά του χρυσά χρόνια, που τελείωσαν άσκημα.
Σήμερα πρέπει να
ευχαριστήσω τον γιατρό μου, λέει, πάντα χαμηλόφωνα, είναι πολύ πιεστικός με
εμένα. Την Δεύτερα θα ξεκινήσω ένα νέο κύκλο ραδιοθεραπείας. Αλλά μερικές φορές
παραδέχομαι, θα ήθελα να εξαφανιστώ στο πουθενά». Περπατάει κάτω από τις στοές
της οδού Σάκκι. Το πρωί του συνέβηκαν τρία εξαιρετικά πράγματα. «Μου τηλεφώνησε
μια παλιά φίλη από το Τόρρε Ανουντσιάτα , γνώρισα εθελοντές του συλλόγου
Οπορτουνάντα, πραγματικά ικανοί. Και επιπλέον ο γιός μου Τζιουζέπε μου είπε ότι
θα γίνω παππούς".
Ο Pietro και ο
Michele μακριά μέσα στην πόλη, περιμένουν την σωστή
στιγμή για να γυρίσουν προς το σπίτι- εκκλησιά. Φτάνουν όμοια «άδειοι» στις 7 το
απόγευμα. Ο αδελφός Μάριο τους ανοίγει την πόρτα. Με το ασανσέρ ανεβαίνουν στο
δεύτερο όροφο. Κοιτούν την οδό Roma από
τα παράθυρα.
Είναι Σάββατο και ο κόσμος είναι στο δρόμο. Περιμένουν να τους φωνάξουν για το δείπνο χωρίς να μιλούν. Δεν θέλουν λεφτά για μια πίτσα, για ένα βιβλίο ή για να πάνε σινεμά. Μόνο δουλειά. Αξιοπρέπεια και δουλειά. Αν θα πρέπει να εκφράσουν μια επιθυμία- λέει ο Pietro, με ένα από τα πικρότερα χαμόγελα του, θα ήθελα μια κούτα τσιγάρα Pall Mall μπλε». «Εγώ μια ζώνη Gibaud για τον πόνο της πλάτης» λέει ο Michele . Δεν είναι εύκολο να κάνεις μεγάλα όνειρα όταν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο.
Είναι Σάββατο και ο κόσμος είναι στο δρόμο. Περιμένουν να τους φωνάξουν για το δείπνο χωρίς να μιλούν. Δεν θέλουν λεφτά για μια πίτσα, για ένα βιβλίο ή για να πάνε σινεμά. Μόνο δουλειά. Αξιοπρέπεια και δουλειά. Αν θα πρέπει να εκφράσουν μια επιθυμία- λέει ο Pietro, με ένα από τα πικρότερα χαμόγελα του, θα ήθελα μια κούτα τσιγάρα Pall Mall μπλε». «Εγώ μια ζώνη Gibaud για τον πόνο της πλάτης» λέει ο Michele . Δεν είναι εύκολο να κάνεις μεγάλα όνειρα όταν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο.
Πηγή: Εφημερίδα La Stampa
Μετάφραση Ολγα Μαρία Τζανετάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου