Ξεκινώντας
από το 1974, η Ελλάδα εμφανίζει μια από τις πιο άνισες εισοδηματικές
διανομές και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη.
Καταλήγοντας στο 2012, με την αποφασιστική ενίσχυση του δεύτερου
Μνημονίου και των τωρινών «μέτρων», στα οποία τόσο συνέβαλαν οι
πατριωτικές εργοδοτικές οργανώσεις, έχουμε την ίδια ακριβώς ιστορία να
πούμε.
Η ελληνική άρχουσα τάξη αποδεικνύεται
εξαιρετικά πετυχημένη στην υπεράσπιση των συμφερόντων της, με πρώτα τα
κέρδη της.
Φυσικά, βασίζεται στην κυβερνητική στήριξη, στα κρατικά
συμβόλαια και τις συναφείς ενισχύσεις — αλλά ποια καπιταλιστική τάξη,
όπου Γης, δεν αναζητά τέτοια προνόμια;
Ο μύθος πως οι καπιταλιστές αλλού
πατούν σε δυο δικά τους ποδιά, ενώ οι κουτσοί Έλληνες έχουν ως ένα πόδι
τους το κράτος είναι ακριβώς αυτό: μύθος, όπως πολλά από τα «πράγματα»
που αποτελούν τα αυτονόητα της δημόσιας συζήτησης.
Αν η άρχουσα τάξη
στην Ελλάδα διαθέτει κάτι εξαιρετικό, σε σύγκριση με τις βόρειες
καπιταλιστικές οικονομίες, αν και όχι απαραίτητα σε σχέση με τον
υπόλοιπο Νότο, αυτό έχει να κάνει με το βαθμό της επιτυχίας της
στο να μην πληρώνει φόρους.
Η μεγάλη σημασία των ενισχύσεων για την
ελληνική οικονομία στην πρώτη φάση, του δανεισμού στη συνέχεια, από την
Ευρωπαϊκή Ένωση, λειτούργησε με επικουρικό τρόπο σε αυτή την τάση.
Επιπλέον, η συναφής διαμόρφωση της
ταξικής ισχύος αποτελεί από μόνη της ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό βέτο
σε οποιαδήποτε ιδέα για μια εναλλακτική στην υπάρχουσα αναπτυξιακή
στρατηγική, με αποτέλεσμα αυτή να εμφανίζεται ως επιβεβλημένη από τα
πράγματα: δεν πληρώνουν οι πλούσιοι, δεν υπάρχουν πόροι, δεν μπορούν να
γίνουν και πολλά!
Υπάρχει, όμως, και μια συμπληρωματική και
ισάξια σε σημασία ιστορία να ειπωθεί, αυτή που αφορά τις κοινωνικές
συμμαχίες της ελληνικής άρχουσας τάξης, και μαζί τις μεθόδους
νομιμοποίησης αυτής της διαχρονικής success story για το ελληνικό
κεφάλαιο: το πελατειακό κράτος, η διαφθορά, η φοροαποφυγή, η φοροδιαφυγή
και η ατιμώρητη φοροκλοπή ευρέων στρωμάτων αυτοαπασχολουμένων και
μικρομεσαίων αποτελούν θεμελιώδης διάσταση αυτής της ιστορίας.
***
Ο κυρίαρχος λόγος περί άλλα τυρβάζει.
Ως
εάν η καπιταλιστική τάξη στην Ελλάδα πνίγεται από μια διαχρονική
συμμαχία αριστερών, συνδικάτων και συντεχνιακών συμφερόντων από το
εσωτερικό του δημόσιου τομέα και, έτσι, εμποδίζεται στο να παίξει το
ρόλο που της αντιστοιχεί και στον οποίο είναι τόσο αφοσιωμένη ψυχικά και
πνευματικά, αυτόν, δηλαδή, της «υγιούς επιχειρηματικότητας».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως από τη
δεκαετία του ’90 οι εκσυγχρονιστές, που πλαισίωσαν τον Σημίτη,
αντιλήφθηκαν πως η πολιτική στρατηγική της άρχουσας τάξης προσέκρουε
πλέον σε ισχυρά εμπόδια και πως υπήρχαν πολύ σοβαρά ζητήματα σχετικά με
την οικονομική αποτελεσματικότητα του παλιού μοντέλου.
Ο
νεοφιλελευθερισμός αλά γκρέκα υπήρξε μια συστηματική προσπάθεια
απάντησης.
Πώς, όμως, μπορούσαν να επιλυθούν τα προβλήματα
νομιμοποίησης, που θα προέκυπταν από μια στροφή, ποιοι θεσμοί, ποιοι
μηχανισμοί ήταν οι κατάλληλοι στο πλαίσιο της νέας προσέγγισης;
Οι
εκσυγχρονιστές δεν μπόρεσαν ποτέ να δώσουν μια καλή απάντηση σε αυτό το
ερώτημα και ο λόγος, τελικά, ήταν απλός: Υπέθεταν, όπως όλοι οι
νεοφιλελεύθεροι, πως ένας περισσότερο «καθαρός» καπιταλισμός θα
εξασφάλιζε νομιμοποίηση εκ των υστέρων λόγω της οικονομικής ευημερίας
που θα διαχέονταν σε κάποιο βαθμό και στα πληβειακά στρώματα.
Δεν συνέβη
στα χρόνια πριν από το 2008 και, προφανώς, δεν είναι καθόλου αληθοφανές
έκτοτε.
Εν τω μεταξύ, μια συμπληρωματική ιστορία
εμφανίζεται και εδώ. Γιατί ο νεοφιλελευθερισμός κάθε άλλο παρά οδήγησε
σε μια «καθαρότερη» μορφή καπιταλισμού, όπως ο πληθωρικός λόγος για
απελευθερώσεις και απορρυθμίσεις προδιαθέτει να πιστέψουμε.
Το γεγονός
πως οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν σε νέες επιχειρήσεις, οι οποίες
εξειδικεύονται στην εκμετάλλευση κρατικών συμβολαίων, πως η συνδεδεμένη
με τον ιδιωτικό τομέα διαφθορά διαρκώς αυξάνεται μαζί με την
εισοδηματική ανισότητα, η οποία στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού
παίρνει παροξυσμικές διαστάσεις, δείχνει την ακραία ταξική φύση του
σχεδίου.
Ο στόχος ήταν να ανασυγκροτηθεί η καπιταλιστική ισχύς και να
εμποδιστεί η δυνατότητα των συλλογικοτήτων από τα κάτω να αναδιανέμουν
εισόδημα και να προστατεύουν σε ένα βαθμό τις κατώτερες κοινωνικές
ομάδες από την αγριότητα του ανταγωνισμού.
***
Πάγια, ένα από τα κύρια ζητήματα είναι το
πώς ο κυρίαρχος λόγος επιδιώκει να περιορίσει κάθε φορά την ατζέντα της
συζήτησης. Είμαστε πλέον εξοικειωμένοι με την θατσερικής έμπνευσης
έννοια της ΤΙΝΑ.
Η ιδέα πως «δεν υπάρχει εναλλακτική», καθοριστική για
την εξέλιξη των πραγμάτων από την κρίση του ’70 κι έπειτα, επιχειρείται
από τον κυρίαρχο λόγω να ενδυναμωθεί εκ νέου στις συνθήκες που
διαμορφώνονται μετά το 2008.
Μόνο που η κύρια συνέπεια αυτής της
επιλογής είναι η ανακύκλωση των κουρασμένων παλιών ιδεών.
Ιδεών που,
επιπλέον, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνες για την εξέλιξη της σημερινής
μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης.
Στο μέτρο που οι παλιές ιδέες (περί
ευλυγισίας των αγορών εργασίας, μεγέθυνσης της πίτας πριν από το
μοίρασμά της, δηλητηριώδους επιρροής των συντεχνιακών συμφερόντων κλπ.)
ανακυκλώνονται, οι νέες δεν μπορεί παρά να εξοβελίζονται.
Αυτή η έλλειψη
ιδεολογικής βιοποικιλότητας οδηγεί σε σημαντικά παραπροϊόντα, κυρίως σε
μια ιδιαίτερα εκπτωχευμένη συζήτηση στο εσωτερικό των ελίτ.
Εμποδίζοντας την έκθεση των ριζοσπαστικών εναλλακτικών, οι ελίτ
αποστερούνται και οι ίδιες από νέες ιδέες, που θα συνέβαλαν στην
ιδεολογική τους αναζωογόνηση.
Στην Ελλάδα, η ανακύκλωση των παλιών
ιδεών είναι επίσης παρούσα κυριαρχικά.
Πραγματικά, ο διανοητικός
εξοπλισμός του κυρίαρχου λόγου διαμορφώνεται, κυρίως, στη βάση
νεοφιλελεύθερων επιχειρημάτων, που έχουν κατά κόρον χρησιμοποιηθεί στην
ερμηνεία της κρίσης του ’70 (π.χ. η θεωρία της δημόσιας επιλογής) και
στην επιβολή του νεοφιλελεύθερου πειράματος (για παράδειγμα, τα περί
λαϊκισμού και διαφθοράς).
Και, από αυτήν την άποψη, είναι πραγματικά
εντυπωσιακό το γεγονός πως εκσυγχρονιστές διανοούμενοι, προερχόμενοι,
μάλιστα, από την Αριστερά, δείχνουν να αγνοούν πόσο απελπιστικά
ξαναζεσταμένες παλιές ιδέες είναι αυτές που προτάσσουν.
***
Επιπλέον, ο κυρίαρχος λόγος δεν τα
πηγαίνει καθόλου καλύτερα στην κατανόηση του ελληνικού καπιταλισμού.
Ανεκδοτολογικά στοιχεία, ασυστηματοποίητη παρουσίαση σκόρπιων εμπειρικών
δεδομένων και, πάρα πολύ συχνά, γυμνές προκαταλήψεις, αξιοποιούνται για
την κατασκευή μιας εικόνας της οικονομίας, που διαρκώς παρουσιάζει πολύ
μεγάλη καθυστέρηση απέναντι στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Δημοφιλείς σχολιαστές, αλλά και πολιτικοί, με άνεση διαπιστώνουν πως
«δεν παράγουμε τίποτε», πως «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα
παράγουμε», πως «έχουμε ένα υπερτροφικό κράτος», σαν να μιλούν για
αναμφισβήτητα δεδομένα.
Το ίδιο ισχύει και με τις ερμηνείες που αφορούν
αυτά τα «δεδομένα».
Έτσι, γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητηθούν
ανοιχτά, με αποτελεσματικό τρόπο, κάποιες «δεδομένες» αιτιώδεις σχέσεις.
Είναι τα δημόσια οικονομικά στην κατάσταση που είναι λόγω αποκλίσεων
από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στην πλευρά των δαπανών ή στην πλευρά των
εσόδων;
Ποια είναι η επίπτωση των δαπανών για άμυνα και ασφάλεια; Ποια η
αντίστοιχη που οφείλεται στις εγγυήσεις οι οποίες παρέχονται σε
επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, που πτωχεύουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου