Αγαπημένε μου φίλε, σου γράφω από την Ελλάδα.
Δεν είμαστε καλά και δε ποθούμε, βέβαια, το ίδιο και για σένα.
Η καθημερινότητά μας όσο πάει χειροτερεύει.
Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά και ονειρευόμασταν έναν κόσμο καλύτερο,
με ιδεολογία, με πίστη και αγάπη στη ζωή;
Τώρα, καμία σχέση! Η μιζέρια, πλέον, είναι κυρίαρχη.
Θυμάσαι φίλε μου που πολεμούσαμε το άδικο;
Τελικά, μας νίκησε το άδικο. Κανείς δε σέβεται κανέναν.
Αποφάσεις για τη ζωή μας, παίρνουν κάτι ξένοι.
Ξένοι με τον άνθρωπο – ξένοι με την Ελλάδα – ξένοι με τον Πολιτισμό.
Κάτι ανθρωπάκια κατευθυνόμενα από αριθμούς, σαν τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί.
Δεν ξέρω πώς τους λένε, αλλά κι αυτοί δεν ξέρουν από πού είναι. Και μου φαίνεται ότι δεν κατάγονται από πουθενά.
Οι φίλοι μας δεν περνάνε καλά, οι περισσότεροι είναι άνεργοι.
Άλλοι ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν, άλλοι δεν άντεξαν την οικογένεια από τα οικονομικά βάρη, χώρισαν και έμειναν μπακούρια.
…Βλέπεις τηλεόραση, θέλεις να τη σπάσεις, και μαζί όλες τις προβεβλημένες μούρες ψευτοπολιτικάντηδων που συνεχώς μειοδοτούν σε ξένες αποστολές.
Ανοίγεις ραδιόφωνο, εκεί να ακούσεις σκυλολόι.
Εδώ ο κόσμος χάνεται και η “ελεύθερη ραδιοφωνία” κατά το πλείστον χαριεντίζεται με ήχουςτουρκομπαρόκ, και για έρωτες πλημμυρισμένους από ουίσκι και βότκα.
Ο πατέρας του Τάκη δε βγαίνει με τη σύνταξη, πάει τα μεσημέρια και τρώει στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία καλά άσε… Τα ίδια και χειρότερα, ούτε που ακούγεται.
Θυμάσαι που μιλούσαμε για την ανάγκη να προσφερθούμε; Ξέχασέ τα. Τώρα όλοι ζητάνε.
Ζητάει το κράτος που δεν υπάρχει, ζητάει η κυβέρνηση που δεν κυβερνά, ζητάνε τα κόμματα που δεν είναι πια προπύργια της Δημοκρατίας. Ζητάνε όλοι αυτοί που σκόρπισαν τα πάντα στους πέντε ανέμους.
Και τώρα, φίλε μου, στην πατρίδα φυσά άλλος αέρας.
Αέρας – προδότης, που δεν παίρνει να στείλει στο διάολο τους καταπατητές των συνειδήσεών μας, τους άχρηστους, τους τεμπέληδες, τους ανέμπνευστους, τις καρικατούρες ανθρωπόμορφων που καταστρατηγούν την άλλοτε ποιητική καθημερινότητά μας.
Η πατρίδα, φίλε μου, παραμένει όμορφη.
Μωρέ δεν πα να την καίμε, να την μπαζώνουμε, να την βρωμίζουμε, να ασελγούμε όλοι πάνω της:
Ο ήλιος πάντα λάμπει, δεν τα ‘χει πάρει ακόμα.
Τώρα το φθινόπωρο βρέχει τόσο ωραία.
Μυρωδιές… ξέρεις…
Και μετά, πάλι ήλιος.
Οι παραλίες ομορφαίνουν, τα βουνά ομορφαίνουν, οι κάμποι;
Δεν αφήνουν τους αγρότες να φυτεύουν ό,τι θέλουν, αυτοί οι ξένοι κι αυτό.
Φίλε μου, μάλλον θα πάω σε ψυχίατρο. Έχω πια ξενοφοβία.
Θα συνεχίσω άλλη φορά. Με πιάσανε τα κλάματα.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου