Ένα κείμενο από το περιοδικό "ΠΟΛΙΤΕΣ".
Χριστουγεννιάτικο, αλλά με τη τελευταία
παράγραφο, να δίνει το μήνυμα. Και την παλικαριά έχουμε
και με το αγώνα θα ανατρέψουμε
αυτό που προσπαθούν να μας επιβάλλουν.
"Από τις αρχές του Δεκέμβρη, η θειά μου η Μαρίκα είχε σημάνει τηλεφωνικό συναγερμό!
Την παραμονή των Χριστουγέννων, είχε κανονίσει να καλέσει στο σπίτι της, παιδιά, εγγόνια, ανίψια, οδοντογιατρό, ξαδέλφες, (πρώτες δεύτερες και τρίτες), για να μας περιποιηθεί. Την όποια
αντίρρηση, από οποιονδήποτε, την αντιμετώπιζε με το εξής αφοπλιστικό!»-«Σε μένα θα έρθετε εφέτος, που γέρασα πια και δεν ξέρω αν θα ζω του χρόνου. Στους φίλους και στους συναδέλφους σας έχετε πολλά χρόνια μπροστά σας να πηγαίνετε!!»
Όταν μου τόπε, προσπάθησα να τη μεταπείσω, όχι τόσο για να μην κουραστεί, όσο για να μη ξοδευτεί, επειδή ,μια πολλή μικρή σύνταξη παίρνει, της κόψανε και το ΕΚΑΣ, ακρίβυνε και η ζωή και τη λυπόμουν.
Στάθηκε αδύνατο!!
-«Κι όχι μόνη σου κοκόνα μου», μου είπε, «αλλά θα φέρεις και τη φιλενάδα σου την Ντάλια, που ξέρεις ότι την αγαπώ πολύ και μου λέει και αστεία και γελάω».
Βάλαμε λοιπόν τα καλά μας, συμφωνήσαμε, η Ντάλια να πάρει κουραμπιέδες και εγώ μελομακάρονα και την ώρα που είχε οριστεί για φιλιά και αγκαλιές, ήμασταν παρούσες.
Μπαίνοντας στο σαλόνι, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα! Μες’ στη μέση του σαλονιού, υπήρχε ένας γκαζοντενεκές, ντυμένος γύρω-γύρω με κόκκινο πανί, ήταν γεμάτος με άμμο και μέσα του, στερεωμένος ένας κορμός δέντρου –όχι πολύ μεγάλος – με πολλά όμως κλαδιά. Στα κλαδιά κρέμονταν μικρές σακουλίτσες σε διάφορα χρώματα, δεμένες με χρυσαφουλιό σπαγκάκι! Πάνω στα γυμνά κλαδιά του δέντρου ήταν κολλημένα μικρά κομματάκια άσπρου αφρολέξ.
-«Τι είναι αυτό θεία;» ρώτησα
-«Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο!» μου απάντησε!
-«Πριν από μερικές μέρες κάποιος είχε κόψει αυτή τη ξερή νεραντζιά και την είχε πετάξει στο πεζοδρόμιο. Παρακάλεσα το παιδί του θυρωρού να μου την ανεβάσει, την έβαλα με μπόλικη άμμο μέσα στον ντενεκέ του λαδιού για να είναι στέρεη,, άνοιξα το μαξιλάρι της Κούλας (η γάτα της) πήρα τα κομματάκια του αφρολέξ που είχε μέσα και τα κόλλησα στα κλαδιά της κι όταν τελειώσουν οι γιορτές θα τα ξαναβάλω πάλι μέσα στο μαξιλάρι. Έτσι τα κλαδιά φαίνονται χιονισμένα, γιατί το μπαμπάκι είναι κομμάτι ακριβό! Τα σακουλάκια που βλέπεις κυρά μου, τα έραψα μόνη μου, από παλιά υφάσματα που είχα στο μπαούλο μου και έχουν μέσα από ένα δώρο χριστουγεννιάτικο για τον καθένα σας!
Ανατρίχιασα! Εν τάξει το δέντρο και το χιόνι δεν της στοίχησαν τίποτα! Αλλά να έχει πάρει κι από ένα δώρο στον καθένα μας, αυτό πήγαινε πολύ. Σκέφτηκα πως μαζί με το τραπέζωμα που μας έκανε, πρέπει να είχε ξοδέψει όλη τη σύνταξη του Δεκέμβρη και λίγη από του Γενάρη. Βούρκωσα! Αλλά έτσι είναι η Θειά μου η Μαρίκα! Άλλωστε γι’ αυτό και τη λατρεύω!
Κάτσαμε όλοι γύρω απ’ το τραπέζι και περιμέναμε! Μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά της, εμφανίστηκε με μια τεράστια σουπιέρα αχνιστή! Πήρε την κουτάλα και άρχισε να σερβίρει. Τα πιάτα μας υποδέχτηκαν μια φασολάδα, μοσχοβοληστή, χυλωμένη και μελωμένη, με μπόλικα καρότα κομμένα σε ροδέλες και σέλινο που μοσχομύριζε. Μέχρι να φάμε την πρώτη κουταλιά, έφερε μια ραβιέρα με ρέγκα ψημένη σε εφημερίδα, ξεκοκαλισμένη, με μπόλικο λαδολέμονο και ρίγανη. Σε μια σαλατιέρα είχε φτιάξει ρεγγοσαλάτα, (με το χοντρό αυγοτάραχο της ρέγκας), που μπροστά της τύφλα νάχει το μαύρο χαβιάρι!
Μόλις τελειώσαμε, πήρε τα πιάτα και εξαφανίστηκε και ξαναγύρισε κρατώντας μια τεράστια πιατέλα, που μας έσπασε τη μύτη. Ντολμαδάκια, τυλιγμένα όμως με μαρουλόφυλλα!
-«Έχω,» μας είπε, «πιάσει φιλίες μ’ ένα παραγωγό από το Μαραθώνα που αυτόν ψωνίζω χρόνια τώρα όλα τα ζαρζαβατικά μου και λίγο πριν μαζέψει τους πάγκους του, αν του έχουν περισσέψει μαρούλια, μου τα δίνει τσάμπα, για να μην τα πετάξει!»
Όλοι κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε λέξη! Όμως οι εκπλήξεις δε σταμάτησαν εδώ! Τα ντολμαδάκια έγιναν ανάρπαστα! Ήταν πεντανόστιμα!
Έφτασε και η ώρα της σαλάτας και του τυριού! Μια γαβάθα αχνιστοί ζωχοί, προσγειώθηκε στο τραπέζι μας και στη θέση του τυριού υπήρχαν, μαύρες χαρακτές ελιές, που αυτές, το ήξερα πάρα πολύ καλά, τις φτιάχνει η ίδια, από δυο δέντρα ελιάς ,που έχει στο πεζοδρόμιο του σπιτιού της.
-«Και τώρα το γλυκό!» είπε η θειά μου, με αυτοκρατορικό ύφος, που στο μεταξύ είχε εισπράξει συγχαρητήρια, μπράβο και επαίνους.
Το μυαλό μου πήγε στη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα! Και όντως ήρθε η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, μόνο που είχε τη όψη και τη γεύση σιμιγδαλένιου χαλβά.
Σε λίγο ξεκουμπώθηκαν παντελόνια και φούστες! Άρχισαν τα :«έσκασα, φούκωσα, τι ωραία που φάγαμε, τι νόστιμα που ήταν όλα!» κλπ.κλπ
Ήρθε η ώρα ν’ ανοιχτούν τα δώρα!
-«Ο καθένας θα πηγαίνει στο δέντρο και θα παίρνει στην τύχη ένα σακουλάκι!» μας δήλωσε η θειά μου. Πώς έγινε και βρεθήκαμε όλοι μαζί γύρω από το δέντρο και είκοσι χέρια απλωμένα ξεκρεμούσαν τα σακουλάκια δεν ξέρω! Εκείνο που ξέρω, ήταν ότι όταν ξανακαθίσαμε κι ανοίξαμε τα σακουλάκια, έπεσε το γέλιο της χρονιάς!
Δε θα το πιστέψετε! Μέσα στα σακουλάκια υπήρχαν, φακές, ρεβίθια, ζάχαρη, αλεύρι, ντοματοπελτές, φασόλια, σιμιγδάλι. κορν φλάουερ, αλάτι, πιπέρι μαύρο, πιπέρι άσπρο, πιπέρι κόκκινο, κύμινο, τσάι, ελληνικός καφές και ό, τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε! Στο δικό μου έπεσαν δύο λεμόνια και στης Ντάλιας ένα πακέτο στιγμιαίου πουρέ.
……………………………………………………………………………
Το βράδυ που γυρίζαμε, η Ντάλια μου είπε:
-«Δεν φαντάζομαι να διαβάσουν το κείμενο αυτό κάποιοι άχρηστοι, ή ανεγκέφαλοι και να το πάρουν στραβά! Να παρερμηνεύσουν δηλαδή, ότι όλα αυτά που έγιναν απόψε, είναι αποτέλεσμα της ανοχής του Έλληνα, ο οποίος μπορεί να περάσει και με λίγα, άρα βαράτε τον. Γιατί το μήνυμα που βγαίνει από την αποψινή βραδιά στης θειάς σου, είναι ακριβώς το αντίθετο! Είναι η παλικαριά να αντιμετωπίζεις τις δύσκολες καταστάσεις, νάχεις τη δύναμη και το θάρρος να ελέγχεις και να καταδικάζεις αυτούς που έφεραν τη χώρα σ’ αυτό το χάλι, αλλά απ’ την άλλη, για να είσαι ευτυχισμένος και αυτάρκης, δεν χρειάζεται να έχεις αυτά που έχουν αυτοί που έκλεψαν, και που χωρίς τα κλοπιμαία δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ούτε μία μέρα! Η θειά σου βρήκε τρόπο να ξεπεράσει αυτές τις καταθλιπτικές μέρες που ζούμε, μας ευχαρίστησε όλους, ευχαριστήθηκε η ίδια κι άμα λάχει, πρώτη θα τη δούμε στο συλλαλητήριο, να κρατά πανό. Γι’ αυτό την πάω! Και σε διαβεβαιώνω ότι απόψε πέρασα μια από τις ωραιότερες παραμονές Χριστουγέννων, κι ανάθεμα αν μου’ λειψε η γαλοπούλα, ή τα παϊδάκια, ή πουτίγκα!!".
Περιοδικό "ΠΟΛΙΤΕΣ" τεύχος Δεκεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου