Από το αναγνωστικό (Νεοελληνικά αναγνώσματα)
σημερινής Γ Λυκείου του 1947, ένα κείμενο
σημερινής Γ Λυκείου του 1947, ένα κείμενο
του λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη για την Πάρο γραμμένο το 1893!!!.
Κείμενο γραμμένο με πολυτονικό - έτσι για να θυμόμαστε-.
Πάρος.
Ἄλλη πάλι εἶναι τῆς Πάρου μου ἡ νοστιμιά. Ἡ Πάρος βουνὰ δὲν
ἔχει˙ ἔχει ραχοῦλες. Μήτε πολὺ κρύο κάνει στὴν Πάρο, μήτε πολὺ
ζέστη. Τὰ σοκάκια της εἶναι μικρά, ὅπως καὶ τὰ σπιτάκια. ῞Ολα
της εἶναι ἥσυχα, φρόνιμα, καλούτσικα, γελαστά, ὅλα της ἔχουν
κάποιο μέτρο καὶ κάποιο γοῦστο. Κι ἡ θάλασσα στὴν Πάρο δὲν
45
ξέρει ἀπὸ φουρτοῦνες˙ ἐκεῖ κάθε χρόνο τὸ καλοκαίρι ἔρχονται τὰ
σφουγγαράδικα καὶ ψαρεύουν δίχως φόβο. Κατεβαίνει ὁ βουτηχτὴς
κάτω στῆς θάλασσας τὸ βυθό, μέσα σ’ ἕνα λάστιχο˙ κατεβαίνει μαζί
του κι ὁ γλυκὸς ὁ Παριανὸς ἀέρας· κάποτε βλέπεις μιὰ φούσκα, μιὰν
ἀσπράδα, ποὺ ἀνεβαίνει· θὰ πῆ, πὼς ὁ βουτηχτὴς πῆρε τὴν ἀναπνοή
του κι ἔτσι μπορεῖς νὰ καταλάβης σὲ τί μέρος βρίσκεται ὁ βουτηχτής.
Τὰ ἴδια καὶ μεῖς ὅλοι· γυρεύομε, ψάχνομε, πολεμοῦμε, καμιὰ ἀλήθεια
νὰ φανῆ, νὰ πάρωμε τὴν ἀναπνοή μας νὰ δῆ ὁ κόσμος ἀπὸ τί μέρος
βγαίνει ἀσπράδα. ῞Ολα τ’ ἄλλα ἡ θάλασσα τὰ σκεπάζει.
Θὰ τοῦ κάνωμε ἕνα ἄγαλμα λαμπρὸ Ἐκείνου ποὺ θὰ βγῆ νὰ μᾶς
πρωτοπῆ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ῾Ελλάδας, γιατὶ μοῦ φάνηκε, πὼς ἔχουν
τέτοιο παράπονο τὰ νησιά. Ποιός γυρίζει νὰ τὰ δῆ! Ἀντὶς νὰ διαβάζετε
ξένα καὶ νὰ γράφετε ξένα, τρεχᾶτε, παιδιά, στὰ νησιά, τρεχᾶτε καὶ
στὴ στεριά. Ἀπὸ σᾶς ὅλους νὰ μάθωμε θέλομε τὰ κάλλη κάθε χώ-
ρας, τὸ μυστικὸ κάθε ψυχῆς. Πολὺ θὰ μ’ ἄρεσε καὶ μένα, παιδιά, νὰ
μποροῦσα κάτι νὰ καταφέρω. Μὰ δὲν ἀδειάζω· ἔχω ἄλλες δουλειές.
Κάποιος τώρα πρέπει νὰ φανῆ. Τὸ ροδάκινο, ποὺ κρέμεται στὸν ἀέρα
ψηλά, ποιός θὰ τὸ κόψη; Ποιός θὰ ξεχωρίση θάλασσα κι οὐρανό;
Ποιός θὰ ζωντανέψη καὶ τὶς πέτρες; Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ μὴ φοβᾶστε.
Ἄγαλμα θὰ τοῦ φτιάξωμε, σᾶς λέω. Φέρνομε καὶ μάρμαρο ἀπὸ τὴν
Πάρο.
28 τοῦ Σταυροῦ, 1893
Ἐφημερὶς « Ἄστυ » Γιάννης Ψυχάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου