Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Στο εί­χα πει, αν φύ­γεις πρώ­τος, θα συ­νε­χί­σω τον α­γώ­να

Ο τε­λευ­ταίος α­πο­χαι­ρε­τι­σμός α­πό τον Μα­νώ­λη Γλέ­ζο

 
Αγα­πη­τέ μου Λά­κη συμ­μα­θη­τή, συ­να­γω­νι­στή και σύ­ντρο­φε. 

 Το πρώ­το βό­λι του θα­νά­του, στις 31 Μαΐου του 1941, αν και ε­ξαγ­γέλ­θη­κε πο­μπω­δώς δεν κα­τά­φε­ρε να σε βρει. Έβα­λαν α­σπί­δα τη σιω­πή τους και σε κά­λυ­ψαν 33 Έλλη­νες πα­τριώ­τες και πα­τριώ­τισ­σες, αν και γνώ­ρι­ζαν το μυ­στι­κό. Ανά­με­σά τους και ο Πα­να­γιώ­της Βου­τό­που­λος, ο α­στυ­φύ­λα­κας, ο ο­ποίος σε α­να­γνώ­ρι­σε και πα­ρό­λο που έ­χα­σε τη θέ­ση του δεν σε μαρ­τύ­ρη­σε, δεν πρό­δω­σε, υ­πέ­στη ό­λα τα δει­νά της κα­το­χής. 
Το δεύ­τε­ρο βό­λι σε βρή­κε κα­τά­στι­θα. Η σφαί­ρα δεν μπό­ρε­σε, ό­μως, να σε ε­ξο­ντώ­σει. Πέ­ρα­σε μέ­σα α­πό τα πνευ­μό­νια και έ­φυ­γε, δεν σε έ­ρι­ξε κά­τω, δεν σε κα­τέ­βα­λε, ό­ταν τό­τε που ως α­ξιω­μα­τι­κός του Ε­ΛΑΣ πή­ρες μέ­ρος σε πολ­λές μά­χες ε­
να­ντίον των κα­τα­κτη­τών.
Ο χά­ρο­ντας μπρο­στά σε αυ­τήν την ε­πι­μο­νή πα­ρα­μέ­ρι­σε και πε­ρί­με­νε την ε­πο­χή της βιο­λο­γι­κής γή­ραν­σής σου και ό­ταν ήρ­θε, ε­πέ­πε­σε με μια πρω­το­φα­νή βία. Τρεις φο­ρές σου ε­πι­τέ­θη­κε, τρεις φο­ρές κα­τά­φε­ρες να ση­κω­θείς α­πό το κώ­μα και να στα­θείς όρ­θιος. 
Την τέ­ταρ­τη φο­ρά, η καρ­διά σου δεν ά­ντε­ξε, και έ­τσι σε χά­σα­με. Ο βιο­λο­γι­κός σου κύ­κλος έ­κλει­σε.
Όμως, ο κύ­κλος της αιω­νιό­τη­τας εί­ναι μπρο­στά σου. Πολ­λά εί­ναι τα δείγ­μα­τα της α­γά­πης του λα­ού. Από το πρωί, έρ­χο­νται με γράμ­μα­τα, με κου­βέ­ντες, που λέ­νε για τον Λά­κη. Να μια α­πό­δει­ξη μι­κρή: Ένας συ­μπο­λί­της μας, που βρί­σκε­ται α­νά­με­σά μας -εί­ναι πα­ρόν τώ­ρα ε­δώ, αλ­λά ζη­τά την α­νω­νυ­μία-, με έ­να του ποίη­μα δεί­χνει πώς εί­σαι ο­λόρ­θος, στη­τός:

«Με τη ση­μαία σου στη­τή να κυ­μα­τί­ζει
στον α­νοι­ξιά­τι­κον α­γέ­ρα
και κα­τευό­διο τη μα­τιά μας να δα­κρύ­ζει
θω­ρώ­ντας τη στερ­νή σου μέ­ρα.
Τη θύ­ρα διά­βη­κες για την α­θα­να­σία
ε­ντός μας πά­ντα θα α­πο­μέ­νει
μια άλ­λη ση­μαία που μας χά­ρα­ξε πο­ρεία
ό­ταν την εί­δα­με πε­σμέ­νη».

Αδελ­φέ μου Λά­κη, σύ­ντρο­φε, φί­λε καρ­δια­κέ, εί­μα­στε ε­δώ, οι φί­λοι και οι συγ­γε­νείς σου, οι σύ­ντρο­φοι και οι συ­να­γω­νι­στές σου. Εί­ναι ε­δώ οι κό­ρες σου η Αλε­ξάν­δρα και η Γεωρ­γία, και τα εγ­γό­νια σου ο Δη­μή­τρης, ο Κορ­νή­λιος, και η Δέ­σποι­να.
Εί­ναι ε­δώ οι συ­νε­ξό­ρι­στοί σου της Ικα­ρίας, οι σύ­ντρο­φοί σου α­πό την Ψυτ­τά­λεια, εί­ναι ε­δώ οι σύ­ντρο­φοί σου α­πό το κο­λα­στή­ριο της Μα­κρο­νή­σου.
Και να προ­βάλ­λουν μέ­σα α­πό τα διά­σε­λα της ι­στο­ρίας, μέ­σα α­πό τα κορ­φο­βού­νια και τα με­τε­ρί­ζια του α­γώ­να, οι νε­κροί μας σύ­ντρο­φοι, αυ­τούς που χά­σα­με στην κα­το­χή. Εί­ναι οι α­γω­νι­στές του έ­πους 40-41. Και οι συ­να­γω­νι­στές μας της ε­πο­ποιίας της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, έρ­χο­νται να σε συ­να­ντή­σουν, και να σε ρω­τή­σουν, Λά­κη, Από­στο­λε Σά­ντα ε­λευ­θε­ρω­θή­κα­με; 
Η α­πά­ντη­σή σου, εί­ναι “ναι”, ε­λευ­θε­ρω­θή­κα­με, αλ­λά μό­νοι μας, κα­νέ­νας άλ­λος δεν μας ε­λευ­θέ­ρω­σε. Ο ελ­λη­νι­κός λαός, ε­μείς μό­νοι μας! 
Το δεύ­τε­ρο ε­ρώ­τη­μα: α­πο­κτή­σα­με μή­πως την ε­θνι­κή μας α­νε­ξαρ­τη­σία Λά­κη, που την εί­χα­με χά­σει α­πό την ε­πα­νά­στα­ση του 1821; 
Ένα βρο­ντε­ρό “ό­χι” α­κού­στη­κε. Αν εί­ναι δυ­να­τόν πα­τρί­δα ε­λεύ­θε­ρη να έ­χει ξέ­νες στρα­τιω­τι­κές βά­σεις στο υ­πο­τί­θε­ται α­νε­ξάρ­τη­το και κυ­ρίαρ­χο έ­δα­φός της. Ξέ­νοι δί­νουν ε­ντο­λές και τα στρα­τεύ­μα­τά μας βρί­σκο­νται στο Αφγα­νι­στάν, στο Κό­σο­βο, στον Αρα­βι­κό κό­σμο και στα πα­ρά­λια της Πα­λαι­στί­νης και του Ισραήλ.
Και η οι­κο­νο­μι­κή υ­πο­δού­λω­ση α­πό μέ­ρα σε μέ­ρα, εί­ναι πιο στε­νή. 
Η θη­λιά γύ­ρω α­πό το λαό ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται με ε­ντο­λές και μό­νο των ξέ­νων. Δεν μας ά­φη­σαν να α­να­πτύ­ξου­με τη βα­ριά μας βιο­μη­χα­νία, δεν μας ά­φη­σαν να α­να­πτύ­ξου­με τις α­να­νεώ­σι­μες πη­γές ε­νέρ­γειας, δεν μας ά­φη­σαν να α­να­πτύ­ξου­με την α­γρο­τι­κή μας οι­κο­νο­μία. 
Ολό­κλη­ρη η χώ­ρα στη­ρί­ζε­ται στο με­τα­πρα­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, στον του­ρι­σμό.  Ευ­λο­γούν, δυ­στυ­χώς, οι ξε­νο­δό­χοι το γε­γο­νός ό­τι γί­νο­νται πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις στα άλ­λα μέ­ρη της με­σο­γείου. Τέ­τοια κα­τά­ντια δεν την πε­ρί­με­νε κα­νέ­νας. Και η πο­λι­τι­κή υ­πο­δού­λω­ση εί­ναι η συ­νέ­χεια.
Για πρώ­τη φο­ρά, έ­τσι νο­μί­ζω, α­πό την ε­πο­χή του 21 και δώ­θε, έ­χου­με τέ­τοιου εί­δους υ­πο­τέ­λεια. Μας κυ­βερ­νούν οι ο­λε­τή­ρες του έ­θνους.
Και θα σε ρω­τή­σου­ν: αυ­τή η πε­ρί­φη­μη δη­μο­κρα­τία τι γί­νε­ται; Δεν έ­χουν δια­χω­ρι­στεί οι ε­ξου­σίες. Η ε­κτε­λε­στι­κή ε­ξου­σία διο­ρί­ζει τη δι­κα­στι­κή. Και αν υ­πάρ­χει α­ντι­προ­σώ­πευ­ση του λα­ού; 
40 έ­δρες κλέ­βο­νται α­πό τα άλ­λα κόμ­μα­τα για να α­κο­λου­θή­σει η πλα­σμα­τι­κή δη­μο­κρα­τία του πρώ­του κόμ­μα­τος. Εί­ναι αυ­τό δη­μο­κρα­τία;
Προ­σπά­θη­σε να η­συ­χά­σεις τους συ­ντρό­φους μας... Από πολ­λά πέ­ρα­σε ο λαός μας, αλ­λά τώ­ρα α­πε­λευ­θε­ρώ­θη­κε και χά­θη­κε και πά­λι η ε­λευ­θε­ρία.
Και στο τε­λευ­ταίο ε­ρώ­τη­μα, τι γί­νε­ται με την κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη; Ού­τε το ο­κτάω­ρο... τώ­ρα α­γω­νι­ζό­μα­στε να κα­το­χυ­ρώ­σου­με το δε­κάω­ρο, το δω­δε­κάω­ρο. Σκέ­ψου κα­τά­ντια!
Από­στο­λε, α­γα­πη­μέ­νε, Λά­κη, φί­λε καρ­δια­κέ, τις πα­ρα­μο­νές α­πό κά­θε δια­δή­λω­ση, α­πό κά­θε μά­χη και οι με­λο­θά­να­τοι την πα­ρα­μο­νή α­πό κά­θε ε­κτέ­λε­ση ε­ξο­μο­λο­γιό­ταν ο έ­νας στους άλ­λους. Λέ­γα­με κα­λό βό­λι. Και αν δεν σε βρει και ζή­σεις, ε­σύ θα κά­νεις, δεν θα στα πω δεν χρειά­ζε­ται να τα α­να­φέ­ρω, τα ί­δια, τα ό­νει­ρά μας για την πα­τρί­δα, για τον κό­σμο, για ό­λη την αν­θρω­πό­τη­τα.
Όμως, ή­μα­σταν σχε­δό­ν α­μού­στα­κα παι­διά, δεν εί­χα­με γνω­ρί­σει τη γλύ­κα της ζωής και γι’ αυ­τό έ­λε­γε ο έ­νας στον άλ­λο, αν ζή­σεις και δεν σε βρει το κα­λό το βό­λι, μην με ξε­χνάς...
Όταν θα γλε­ντάς στα χο­ρο­στά­σια της ζωής θα γλε­ντάς και για μέ­να, ό­ταν πί­νεις το γλυ­κό κρα­σί - που δεν το έ­χου­με πιει τό­σο πο­λύ- θα το πί­νεις και για μέ­να, και ό­ταν θα συ­να­ντάς στο δρό­μο τους αν­θρώ­πους θα τους χαι­ρε­τάς σαν να εί­μαι ε­γώ ο ί­διος, ο νε­κρός, που δεν ζω.
Λά­κη στο εί­χα πει και τό­τε στο λέω και τώ­ρα. Εάν φύ­γεις πρώ­τος, θα συ­νε­χί­σω τον α­γώ­να, δεν θα α­φαι­ρέ­σω τα ω­μο­φό­ρια α­πό πά­νω μου και θα συ­νε­χί­σω τον α­γώ­να για να μεί­νουν ε­λεύ­θε­ροι οι νέ­οι, για τα νιά­τα, για ό­λους αυ­τούς που α­φου­γκρά­ζο­νται την ω­κεά­νια βοή μέ­σα α­πό τα κο­χύ­λια της θά­λασ­σας και που ταυ­τί­ζο­νται στις με­λι­χρές ώ­ρες με τα η­λιο­βα­σι­λέ­μα­τα, για­τί πε­ρι­μέ­νουν ό­τι και αύ­ριο θα ξη­με­ρώ­σει. 
Μό­λις συ­να­ντή­σεις τον Αντώ­νη Μο­σχο­βά­κη τον Θό­δω­ρο Ρε­μου­ντά­κη, τον Λευ­τέ­ρη Σελ­λά και τον Γιώρ­γο Λα­μπή ε­κεί­νη την πρώ­τη μα­θη­τι­κή ο­μά­δα που εί­χα­με σχη­μα­τί­σει θα τους πεις ό­τι συ­νε­χί­ζω το δρό­μο.

1 σχόλιο:

Νίκος Κρητικός είπε...

Αυτά τα κείμενα δεν τα σχολιάζουμε. Τα μελετάμε, τα τυπώνουμε, τα σώζουμε καιτα δίνουμε στα παιδιά μας.